- αριστοτελίζω
- (Α ἀριστοτελίζω) [Αριστοτέλης]ακολουθώ ή μιμούμαι τον Αριστοτέλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀριστοτελίζον — Ἀριστοτελίζω follow pres part act masc voc sg Ἀριστοτελίζω follow pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοτελίζειν — Ἀριστοτελίζω follow pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστοτελισμός — ο η φιλοσοφική διδασκαλία του Αριστοτέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστοτελίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek